πελιδνότητα

πελιδνότητα
η / πελιδνότης, -ητος, ΝΑ [πελιδνός]
το πελιδνό χρώμα, η ωχρότητα
νεοελλ.
το χλόμιασμα, το κιτρίνισμα από φόβο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πελιδνότητα — η το μαυροκίτρινο χρώμα, η ωχρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελιδνότητα — πελιδνότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάχνισμα — το [παχνίζω] 1. η πάχνη 2. μτφ. ωχρότητα, πελιδνότητα …   Dictionary of Greek

  • πελίδνη — (pelidna). Γένος πτηνών, που διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Έχει φτερούγες μακριές και κοντή ουρά. Ζει κοντά σε νερά. Στην Ελλάδα διαχειμάζει ένα είδος του γένους, που η επιστημονική ονομασία του είναι π. η φαιά. * * * ἡ, Α… …   Dictionary of Greek

  • πελίδνωση — η / πελίδνωσις, ώσεως, ΝΑ [πελιδνούμαι] πελιδνότητα …   Dictionary of Greek

  • πελιότης — ητος, ἡ, Α [πελιός] πελιδνότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”